μαντόνα

μαντόνα
(Madonna Louise Veronica Ciccone, Ρότσεστερ 1958 –). Αμερικανίδα τραγουδίστρια της ποπ και ηθοποιός. Σπούδασε χορό και ηθοποιία σε κολέγια του Μίσιγκαν και της Νότιας Καρολίνας. Το 1977 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας σπουδές χορού και δύο χρόνια αργότερα βρέθηκε στο Παρίσι, όπου συνόδευε τον αστέρα της ντίσκο Πατρίκ Χερνάντεζ στις ζωντανές εμφανίσεις του. Επέστρεψε στις ΗΠΑ, όπου έπαιζε τύμπανα και τραγουδούσε σε διάφορα χορευτικά σχήματα. Μετά το 1982 στράφηκε στην ποπ μουσική και κυκλοφόρησε την πρώτη μεγάλη επιτυχία της (Holiday, 1983), η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Από το 1984 και έπειτα, η καριέρα της γνώρισε ραγδαία ανέλιξη και η ίδια πλέον αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα είδωλα της ποπ κουλτούρας. Η Μ. κατόρθωσε να επιτύχει χάρη σε δεκάδες φυσιογνωμικές αλλαγές και στην έξυπνη εκμετάλλευση του ερωτισμού που απέπνεε. Βρέθηκε πολλές φορές στο επίκεντρο των γεγονότων: το 1989, το προκλητικό βίντεο κλιπ από τον δίσκο της Like a Prayer αφορίστηκε από το Βατικανό· το προκλητικό φωτογραφικό λεύκωμα με τον τίτλο Σεξ, που κυκλοφόρησε το 1992 και περιείχε δεκάδες προκλητικές φωτογραφίες της· το βίντο κλιπ του τραγουδιού American Life (2003), το οποίο προκάλεσε αντιδράσεις τόσο στις ΗΠΑ όσο και παγκοσμίως. Έχει πουλήσει εκατομμύρια δίσκους και έχει βραβευτεί με πέντε βραβεία Γκράμι. Παράλληλα, έχει επιδιώξει καριέρα ως ηθοποιός του κινηματογράφου, έχοντας εμφανιστεί σε αρκετές ταινίες με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Ενδεικτική δισκογραφία: Like a prayer (1989), Bedtime stories (1994), Music (2000), American life (2003) κ.ά. Ενδεικτική φιλμογραφία: Αναζητώντας απεγνωσμένα τη Σούζαν (1985), Εβίτα (1996, Χρυσή Σφαίρα γυναικείας ερμηνείας) κ.ά. Η Αμερικανίδα τραγουδίστρια της ποπ και ηθοποιός Μαντόνα.
* * *
η (Μ μαδόννα)
(στους Ρωμαιοκαθολικούς) η Παναγία
νεοελλ.
1. πολύ όμορφη γυναίκα
2. κόσμημα τού λαιμού με την εικόνα τής Παναγίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Madonna «κυρία, Παναγία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Βιτάλε ντα Μπολόνια — (Vitale da Bologna, Μπολόνια 1309 – 1361). Ιταλός ζωγράφος. Ονομαζόταν επίσης Βιτάλε ντέλε Μαντόνε ή Βιτάλε ντέλι Έκουι και ταυτίζεται, κατά τη γνώμη μερικών ιστορικών, με τον Βιτάλε ντι Άιμο ντε Καβάλι. Αναφέρεται για πρώτη φορά το 1330, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • μαδόννα — μαδόννα, ἡ (Μ) μαντόνα, κυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Madonna] …   Dictionary of Greek

  • μανιερισμός — (ιταλ. mannierismo). Καλλιτεχνικό ρεύμα το οποίο αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, τον 16o αι. Τα κυριότερα γνωρίσματά του είναι οι επιμηκυσμένες και μακρόστενες μορφές σε υπερβολικά επιτηδευμένες στάσεις, ο υπερβολικός τονισμός των …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • τοπιογραφία — Ζωγραφική που έχει αποκλειστικό θέμα το τοπίο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συλλάβει και να εικονίσει ο ζωγράφος ένα τοπίο. Είναι π.χ. δυνατό να είναι απλώς ένα διακοσμητικό φόντο, που προορίζεται να καλύψει ένα κενό πίσω από το κύριο θέμα του… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Λιντ, Πέτερ — (Peter Van Lint, Αμβέρσα 1609 – 1690). Βέλγος ζωγράφος. Πήγε στην Ιταλία και ζωγράφισε στη Ρώμη, στην Παναγία του Λαού (Μαντόνα ντελ Πόπολο). Τα σπουδαιότερα έργα του βρίσκονται στον καθεδρικό ναό της Όστια. Όταν γύρισε στην πατρίδα του,… …   Dictionary of Greek

  • Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Γκιρλαντάιο, Ροντόλφο — (Rodolpho Ghirlandaio 1483 – 1561). Ιταλός ζωγράφος. Ήταν γιος του Ντομένικο Γκιρλαντάιο (βλ. λ.) και φίλος του Ραφαήλ, ο οποίος άσκησε έντονη επίδραση στο έργο του. Γνώρισε μεγάλη φήμη ως ζωγράφος πορτρέτων. Πολλά έργα του σώζονται στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”